Hapl.gr

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ

Η Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων είναι η αρχαιότερη ελληνική επιστημονική ένωση (έως ιδρύσεως 1954) που αφορά ένα συγκεκριμένο επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο. Αντικείμενο της επιστημονικής δραστηριότητος της Ενώσεως είναι το σύνολο του δικονομικού δικαίου. Με βάση πάντως το ποσοτικό κριτήριο οι δραστηριότητες της Ενώσεως φαίνεται να επικεντρώνονται κάπως περισσότερο στην Πολιτική Δικονομία (άλλως Αστικό Δικονομικό Δίκαιο) λαμβανομένης όμως υπόψη και της Ενότητος της Εννόμου Τάξεως.

Η ελληνική – και κάθε εθνική – επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού/ενωσιακού επιστημονικού/νομοθετικού/νομολογιακού διαλόγου είναι και πρέπει να είναι η από θετικής αλλά και υπερθετικής πλευράς θεραπαινίς και πλοηγός σε εθνικό επίπεδο μιας δικονομικής νομοθεσίας στην υπηρεσία και στην πραγμάτωση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και μιας Έννομης Τάξεως, η οποία να εγγυάται τη με ανεξάρτητους Δικαστικούς Λειτουργούς Δίκαιη Δίκη με σκοπό την ανεύρεση της ουσιαστικής Αλήθειας και την κατοχύρωση της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου. Το ότι η ανεύρεση της ουσιαστικής Αλήθειας και ο Σεβασμός της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου στο πλαίσιο της κατοχυρώσεως του Δικαιώματος Δικαστικής Προστασίας και της Δίκαιης Δίκης ευρίσκονται και πρέπει να ευρίσκονται στο επίκεντρο των στόχων της Δικονομικής Νομοθεσίας στο πεδίο (και) των Ιδιωτικών Διαφορών έχει τονισθεί προ πολλού με ιδιαίτερη έμφαση από. τους αείμνηστους Καθηγητές της Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Προέδρους της Ενώσεως μας Γεώργιο Θ. Ράμμο – μεταξύ άλλων και στη μελέτη του για την «Απονομή της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης – και Γεώργιο Μητσόπουλο (μεταξύ άλλων και στη μελέτη του για την επίδραση «του Συντάγματος επί της Πολιτικής Δικονομίας») και ασφαλώς αντίστοιχες απόψεις έχουν διατυπώσει στη συνέχεια και πολλοί άλλοι.

Στη σύγχρονη εποχή επανειλημμένως έχει γίνει και γίνεται λόγος μεταξύ άλλων για α) τη Διαχρονική Αξία και Σημασία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, β) τη Διεθνοποίηση, Συγκριτικοποίηση, Ευρωπαϊκοποιήση και Δικαιϊκή Εναρμόνιση στο πεδίο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, γ) τη Στάθμιση Συμφερόντων και την Κοινωνική Διάσταση του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, δ) τα δύο νέα μοντέλα δίκης στην Πολιτική Δίκη, δηλαδή την Πιλοτική Δίκη και την Ηλεκτρονική Δίκη και ε) για τις εναλλακτικές μορφές, στο πλαίσιο μιας διαρθρωμένης από το νόμο διαδικασίας, επιλύσεως των διαφορών, όπως λ.χ. για τη Διαμεσολάβηση και πρωτίστως βεβαίως για τη Διαιτησία που συνιστά ένα καθιερωμένο δικαιοδοτικό θεσμό.

Από την οπτική, γωνία της Διαχρονικής Αξίας και Σημασίας του το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο έχει το μεγάλο προνόμιο να ανήκει από την πλευρά της γραπτής αποτυπώσεως των διατάξεών του καθώς και της επιστημονικής/ερευνητικής επεξεργασίας αυτών, στους ηλικιακά παλαιότερους δικαιϊκούς κλάδους, αλλά ταυτόχρονα και σε εκείνους τους δικαιϊκούς κλάδους που διακρίνονται για τη συνεχή και διαρκή πρακτική, δικαστηριακή, θεωρητική/επιστημονική και κοινωνική ζωτικότητά τους.

Αυτή η διαρκής και συνεχώς αναβαθμιζόμενη και διευρυνόμενη ζωτικότητα και σημασία του αστικού δικονομικού δικαίου οφείλεται αφενός στις ανάγκες της κοινωνίας και αφετέρου στο γεγονός, ότι το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο εξειδικεύει – τουλάχιστον στο πεδίο της δικαστικής επιλύσεως των ιδιωτικών διαφορών και γενικότερα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων —τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (όπως το τελευταίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 Συντάγματος και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός, αφενός ότι το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο στη συνολική του διάσταση είναι ο μοναδικός δικαιϊκός κλάδος που διδάσκεται συνεχώς και αδιαλείπτως ως προς τα ίδια βασικά επί μέρους γνωστικά του αντικείμενα αρχικώς στην αρχαιότερη Νομική Σχολή, τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, συνεχώς από το 1837 μέχρι σήμερα και στη συνέχεια από τις ηλικιακά νεότερες Νομικές Σχολές δηλαδή τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (από το 1930) και τη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης (από το 1973) και αφετέρου ότι το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο αποτελεί ως γνωστόν και ευστόχως υποχρεωτική εξεταστέα ύλη για όλα τα νομικά επαγγέλματα. Και οι τρεις Ελληνικές Σχολές, οι οποίες ως γνωστόν τυγχάνουν διεθνούς αναγνωρίσεως, έχουν συμβάλει και συμβάλλουν ισοτίμως – στο πλαίσιο της θεσμικής, λειτουργικής και ακαδημαϊκής αυτονομίας τους – με το υψηλό επιστημονικό επίπεδο των Καθηγητών τους, το υψηλό επίπεδο των φοιτητών τους και το υψηλό επίπεδο των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών τους στην καλλιέργεια του Δικονομικού Δικαίου και μάλιστα και σε διεθνές επίπεδο.

Αυτή η εντυπωσιακή διαχρονική αξία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, ιδίως όσον αφορά τη δικηγορική και δικαστηριακή/δικαστική πρακτική (άρα και τα Λειτουργήματα του Δικαστικού Λειτουργού και Δικηγόρου), αλλά πέραν τούτων και την πρακτική στο πλαίσιο της ενασκήσεως των Λειτουργημάτων του Συμβολαιογράφου και του Δικαστικού Επιμελητού ασφαλώς δεν εκπλήσσει – και δεν μπορεί βεβαίως να εκπλήσσει – όποιον έχει ακόμα και αμυδρά μόνο ιδέα των νομικών επαγγελμάτων και των προϋποθέσεων/προ απαιτούμενων για την επιτυχή και αποτελεσματική ενάσκηση αυτών προς το συμφέρον της Κοινωνίας, του Κράτους Δικαίου, των Πολιτών και σε τελευταία ανάλυση αυτών των ιδίων των Δικηγόρων, των Συμβολαιογράφων και των Δικαστικών Επιμελητών. Είναι γενικώς γνωστό άλλωστε πόσο απαραίτητη είναι για τους Δικηγόρους και τους Δικαστικούς Λειτουργούς – Λειτουργήματα στα οποία προσφεύγουν και στα οποία εντάσσονται οι πτυχιούχοι νομικής σε ποσοστό περίπου 80-85% – η πλήρης γνώση του Αστικού Δικονομικού Δικαίου.

Όπως είναι γνωστό και αμέσως αντιληπτό σε όλους – νομικούς αλλά και μη νομικούς που με οποιαδήποτε ιδιότητα έχουν γνώση της καθημερινής νομικής, δικηγορικής και δικαστικής ζωής – η εφαρμογή του Αστικού Δικονομικού Δικαίου δεν περιορίζεται σε μια κατηγορία υποθέσεων λ.χ. σε υποθέσεις ενοχικού δικαίου ή κληρονομικού δικαίου ή εργατικού δικαίου ή εμπορικού δικαίου, αλλά επεκτείνεται και σε όλο το εύρος των ιδιωτικών διαφορών (και όχι μόνο, εν όψει μάλιστα του γεγονότος, ότι η Πολιτική Δικονομία και το αστικό δικονομικό δίκαιο αποτελούν, για πολλά ζητήματα, τη μητρική δικονομική νομοθεσία και το αντίστοιχα μητρικό δικονομικό δίκαιο τόσο για την ποινική δικονομία και το ποινικό δικονομικό δίκαιο, όσο και, και πολλώ μάλλον για τη διοικητική δικονομία και το διοικητικό δικονομικό δίκαιο).
Το γεγονός όμως της διαχρονικής κοινωνικής αξίας, σημασίας και βαρύτητας του αστικού δικονομικού δικαίου δεν σημαίνει με κανένα τρόπο, ότι το αστικό δικονομικό δίκαιο είναι μονολιθικό ή παλαιολιθικό και ότι δεν επηρεάζεται μεθοδολογικά, συστηματικά, ιδεολογικοπολιτικά από σύγχρονα ρεύματα και από σύγχρονες τάσεις, εκσυγχρονιστικές κατευθύνσεις, γενικότερους και ειδικότερους τελολογικούς στόχους – βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους – και κοινωνικές, ιδιαιτέρως κατά περίπτωση πιεστικές ανάγκες, και μάλιστα οικονομικής φύσεως που ανακύπτουν αιφνιδίως, αλλά όχι μόνο. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να λεχθεί, ότι το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο έχει αναμφίβολα την αρχοντιά του κλασικού και του παραδοσιακού, αλλά ταυτόχρονα και την ομορφιά της παντοτινής νιότης, ή άλλως της αιώνιας νεότητας.

Το φαινόμενο αυτό είναι βέβαια πολύ. πιο έντονο για τα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στο πλαίσιο της οποίας η επιρροή των Οδηγιών και Κανονισμών οδηγεί σε μία προϊούσα σύγκλιση και ενοποίηση του δικαίου – ή ακριβέστερα σε μία ευρωπαϊκοποίηση των επί μέρους κλάδων του δικαίου – των Κρατών Μελών. Η εποχή ενός “κοινού ευρωπαϊκού εμπορικού δικαίου”, ενός “κοινού ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου” ενός “κοινού ευρωπαϊκού φορολογικού δικαίου” ή ενός “κοινού ευρωπαϊκού αστικού δικονομικού δικαίου” είναι πλέον ορατή και – όπως δείχνε η προοπτική – σε μακροπρόθεσμη, όχι όμως μακρινή διάσταση χειροπιαστή». Η γενετική τους διαδικασία – και σε κάθε περίπτωση η γενετική τους προδικασία, με την έννοια της “κυοφορούμενης” (“nasciturus”) νομοπαρασκευαστικής ή επιστημονικής άμεσης ή έμμεσης διαδικασίας — έχει ήδη αρχίσει (και προχωρεί με γοργά βήματα).